Εξυγίανση τραπεζικών ιδρυμάτων και συμμετοχή πιστωτών
Σημείωση για την εξυγίανση τραπεζικών ιδρυμάτων και τη συμμετοχή των πιστωτών (bail-in)
Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 2008, πολλές χώρες υιοθέτησαν κανονισμούς που επιτρέπουν την εξυγίανση τραπεζικών ιδρυμάτων που είναι αντιμέτωπα με τον κίνδυνο πτώχευσης με δομημένο τρόπο, χωρίς την επιβάρυνση των φορολογούμενων. Αυτό σημαίνει ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές μπορούν να συμμετέχουν στις απώλειες σε περίπτωση ρευστοποίησης. Οι κανονισμοί αυτοί αποσκοπούν στην εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων χωρίς κρατικά κεφάλαια.
Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει τους παρακάτω νόμους:
- Οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων (BRRD) και
- Κανονισμός περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (Κανονισμός SRM).
Ο Κανονισμός BRRD προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει μια εθνική αρχή εξυγίανσης, η οποία θα έχει συγκεκριμένα δικαιώματα αναφορικά με την εξυγίανση και την ανάκαμψη των τραπεζικών ιδρυμάτων. Τα μέτρα αυτά μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τους μετόχους και τους πιστωτές των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Η ακριβής φύση των μέτρων που μπορούν να λάβουν οι αρχές εξυγίανσης σε εθνικό επίπεδο μπορεί να διαφέρουν ως προς τις λεπτομέρειές τους. Παρακάτω εξηγούμε τα πιθανά μέτρα εξυγίανσης, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη Γερμανία. Οι διαδικασίες εξυγίανσης των άλλων χωρών, και ειδικά των μη ευρωπαϊκών χωρών, μπορεί επίσης να διαφέρουν και ίσως σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να επηρεαστώ;
Ενδέχεται να υποστείτε συνέπειες ως μέτοχος ή πιστωτής μιας τράπεζας, ήτοι αν έχετε στην κατοχή σας χρηματοοικονομικά μέσα που έχουν εκδοθεί από την τράπεζα (π.χ. μετοχές, ομόλογα ή πιστοποιητικά), ή ως συμβατικός συνεργάτης μιας τράπεζας, εφόσον έχετε αξιώσεις έναντι της τράπεζας (π.χ. ατομικές συναλλαγές στο πλαίσιο μιας συμφωνίας-πλαισίου για οικονομικές συναλλαγές μελλοντικής εκπλήρωσης).
Τα χρεόγραφα που διατηρεί για εσάς, ως πελάτη, η τράπεζα σε έναν λογαριασμό ασφαλούς φύλαξης και τα οποία δεν έχουν εκδοθεί από την τράπεζα-θεματοφύλακα δεν υπόκεινται στα μέτρα εξυγίανσης που θα ληφθούν για την εν λόγω τράπεζα. Αν μια τράπεζα-θεματοφύλακας βρίσκεται σε διαδικασία εξυγίανσης, τα δικαιώματά σας ως κατόχου των χρηματοοικονομικών μέσων που διατηρούνται στον λογαριασμό ασφαλούς φύλαξης δεν επηρεάζονται.
Ποια είναι η αρχή εξυγίανσης;
Οι αρχές εξυγίανσης έχουν θεσπιστεί για τη διασφάλιση των ομαλών διαδικασιών εξυγίανσης σε περίπτωση κρίσης. Η αρμόδια αρχή εξυγίανσης για το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα έχει την απαιτούμενη αρμοδιότητα ώστε να επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Στη Γερμανία, οι αρμόδιες αρχές εξυγίανσης είναι το Συμβούλιο Ενιαίας Εξυγίανσης (SRB ή Einheitlicher Abwicklungsausschuss στη Γερμανία) και το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Εποπτείας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht — BaFin). Για λόγους απλοποίησης, στη συνέχεια δεν γίνεται διάκριση μεταξύ του SRB και του BaFin.
Σε ποιες περιπτώσεις ενεργοποιείται η διαδικασία εξυγίανσης ενός τραπεζικούς ιδρύματος ή η συμμετοχή των πιστωτών;
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Η επιβίωση του τραπεζικού ιδρύματος θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Η κρίση αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις και ισχύει, για παράδειγμα, αν οι ζημίες του τραπεζικού ιδρύματος είναι τέτοιες που δεν πληροί πλέον τις νομικές απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας του.
- Δεν υπάρχει καμία προοπτική αποφυγής της πτώχευσης του τραπεζικού ιδρύματος με εναλλακτικά μέτρα από τον ιδιωτικό τομέα ή άλλα κανονιστικά μέτρα.
- Το μέτρο είναι απαραίτητο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι απαιτούμενο και αναλογικό, και η εκκαθάριση στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας πτώχευσης δεν αποτελεί ισοδύναμη εναλλακτική.
Ποια μέτρα μπορεί να λάβει η αρχή εξυγίανσης;
Αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να λάβει δραστικά μέτρα, ακόμα και πριν την πτώχευση, τα οποία μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τους μετόχους και τους πιστωτές της τράπεζας, όπως:
- Αναδιάρθρωση παθητικού (γνωστό και ως bail-in ή συμμετοχή πιστωτών): Η αρχή εξυγίανσης μπορεί είτε να παραγράψει, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, χρηματοοικονομικά μέσα και απαιτήσεις κατά της τράπεζας είτε να τα μετατρέψει σε κεφάλαιο (μετοχές ή άλλη συμμετοχή κεφαλαίου στην εταιρεία), προκειμένου να σταθεροποιήσει το τραπεζικό ίδρυμα.
- Πώληση της εταιρείας: Οι μετοχές, τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του τραπεζικού ιδρύματος υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται, συνολικά ή εν μέρει, σε έναν συγκεκριμένο αγοραστή. Στο βαθμό που οι μέτοχοι και οι πιστωτές επηρεάζονται από την πώληση της εταιρείας, θα τους καταστεί διαθέσιμο ένα άλλο υπάρχον ίδρυμα.
- Μεταβατικό τραπεζικό ίδρυμα: Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάσει μετοχές του τραπεζικού ιδρύματος, ή ένα μέρος ή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών του, σε ένα μεταβατικό τραπεζικό ίδρυμα. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του ιδρύματος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τους πιστωτές και να μειώσει την αξία των μετοχών του.
- Μεταβίβαση σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταβιβάζονται σε μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα διαχειριστεί τα εν λόγω στοιχεία με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας τους μέχρι την πώληση ή τη ρευστοποίηση σε μεταγενέστερο χρόνο. Όπως ισχύει και στην περίπτωση πώλησης μιας εταιρείας, οι πιστωτές θα έχουν νέο οφειλέτη μετά τη μεταβίβαση.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιβάλλει επισήμως την αναπροσαρμογή των όρων των χρηματοοικονομικών μέσων που είχαν εκδοθεί από το τραπεζικό ίδρυμα και των απαιτήσεων έναντι αυτού, π.χ. την αναπροσαρμογή της προθεσμίας ή του επιτοκίου σε βάρος των πιστωτών. Περαιτέρω, μπορεί να τροποποιηθούν οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής αναστολής τους. Επίσης, μπορεί να ανασταλούν προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας και άλλα δικαιώματα λήψης αποφάσεων των πιστωτών που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά μέσα ή τις απαιτήσεις τους.
Σε ποιες περιπτώσεις επηρεάζομαι ως πιστωτής από την αναδιάρθρωση παθητικού;
Οι επιπτώσεις που μπορεί να υποστείτε ως πιστωτής εξαιτίας της διαδικασίας αναδιάρθρωσης παθητικού (bail-in) εξαρτώνται από το εύρος των μέτρων που θα επιβληθούν και την κατάταξη των χρηματοοικονομικών μέσων ή των απαιτήσεών σας. Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης παθητικού (bail-in), τα χρηματοοικονομικά μέσα και οι απαιτήσεις χωρίζονται σε διαφορετικές κατηγορίες και αναλώνονται σύμφωνα με τη νόμιμη σειρά προτεραιότητας των υποχρεώσεων (κατάταξη υποχρεώσεων).
Η εμπλοκή των μετόχων και των πιστωτών που εντάσσονται στις αντίστοιχες κατηγορίες διέπεται από τις παρακάτω αρχές: Μόνο εφόσον έχει αντληθεί το σύνολο των υποχρεώσεων που ανήκουν σε μια κατηγορία και αυτό δεν επαρκεί για την κατάλληλη αντιστάθμιση των απωλειών προκειμένου να σταθεροποιηθεί η τράπεζα μπορεί να γίνει απομείωση ή μετατροπή των υποχρεώσεων που ανήκουν στην επόμενη κατηγορία.
Ορισμένοι τύποι χρηματοοικονομικών μέσων και απαιτήσεων εξαιρούνται δια νόμου από τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης παθητικού, όπως για παράδειγμα οι καταθέσεις που καλύπτονται από το θεσμικό πλαίσιο εγγύησης καταθέσεων ύψους έως 100.000 ευρώ και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται με εξασφάλιση (π.χ. εγγυημένα ομόλογα). Η κατάταξη των υποχρεώσεων μιας τράπεζας που έχει ιδρυθεί στη Γερμανία θα πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής κατηγορίες:
1. Κατά πρώτον, τα μέτρα εξυγίανσης επηρεάζουν το κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 και άρα τους ιδιοκτήτες του τραπεζικού ιδρύματος.
2. Έπειτα, επηρεάζονται οι πιστωτές που ανήκουν στην κατηγορία πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1 (κάτοχοι μη εγγυημένων εξαρτώμενων χρεωστικών τίτλων χωρίς τακτή λήξη και αφανείς συμμετοχές με όρους μετατροπής ή υποτίμησης που εξαρτώνται από συμπληρωματικά κεφαλαιακά μέσα).
3. Στη συνέχεια, αντλούνται τα συμπληρωματικά κεφάλαια. Αυτό επηρεάζει τους πιστωτές εξαρτώμενων υποχρεώσεων (π.χ. κατόχους εξαρτώμενων δανείων).
4. Επόμενα στην κατάταξη υποχρεώσεων είναι τα μη εγγυημένα εξαρτώμενα χρηματοοικονομικά μέσα και απαιτήσεις που δεν πληρούν τις απαιτήσεις των κατηγοριών πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1 και συμπληρωματικών κεφαλαίων.
5. Ακολουθούν τα μη εγγυημένα μη εξαρτώμενα χρηματοοικονομικά μέσα και οι μη δομημένοι χρεωστικοί τίτλοι1. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι χρεωστικοί τίτλοι που:
α) εκδόθηκαν πριν από τις 21 Ιουλίου 2018 και δεν αποτελούν μέσα χρηματαγοράς ή δομημένα προϊόντα, ή
β) εκδόθηκαν μετά τις 21 Ιουλίου 2018, έχουν συμβατική διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους, δεν αποτελούν δομημένα προϊόντα και των οποίων οι συμβατικοί όροι και, στην περίπτωση υποχρέωσης έκδοσης prospectus, το prospectus αναφέρουν ρητά ότι οι εν λόγω τίτλοι κατατάσσονται μετά τις υποχρεώσεις της παρακάτω κατηγορίας (6).
Οι τίτλοι αυτής της κατηγορίας αναφέρονται, επίσης, ως "μη προνομιακοί, μη εξαρτώμενοι".
6. Το επόμενο επίπεδο στην κατάταξη υποχρεώσεων περιλαμβάνει τις ακόλουθες μη εγγυημένες υποχρεώσεις:
α) Χρεωστικοί τίτλοι που δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία (5), π.χ. χρεωστικοί τίτλοι που εκδόθηκαν μετά τις 21 Ιουλίου 2018 και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης στην κατηγορία (5).
β) Δομημένα, μη εγγυημένα χρηματοοικονομικά μέσα και απαιτήσεις (π.χ. πιστοποιητικά δεικτών μετοχών ή απαιτήσεις από παράγωγους τίτλους). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ποσό αποπληρωμής ή καταβολής τόκων εξαρτάται από ένα αβέβαιο μελλοντικό συμβάν ή η εξόφληση γίνεται με άλλον τρόπο από την καταβολή χρημάτων.
γ) Καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ από εταιρείες που δεν υπάγονται στην κατηγορία (7).
Σε αντίθεση με την κατηγορία (5), η κατηγορία αυτή αναφέρεται επίσης ως κατηγορία προνομιακών, μη εξαρτώμενων τίτλων.
7. Τέλος, μπορούν να αντληθούν οι καταθέσεις ιδιωτών και οι καταθέσεις πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στον βαθμό που υπερβαίνουν τη θεσμική εγγύηση καταθέσεων έως 100.000 ευρώ (λοιπές προνομιακές καταθέσεις).
Εν κατακλείδι, εφαρμόζεται η απλοποιημένη κατάταξη των υποχρεώσεων που παρουσιάζεται στην τελευταία σελίδα (στην κατεύθυνση του βέλους που ξεκινά με την κατηγορία 1 για το κεφάλαιο κοινών μετοχών), όπου η άντληση κεφαλαίων από μια χαμηλότερη κατηγορία για την κάλυψη των απωλειών γίνεται μόνο εφόσον δεν επαρκεί η άντληση κεφαλαίων από τις προηγούμενες κατηγορίες (βλ. "Απλοποιημένη παρουσίαση κατάταξης υποχρεώσεων").
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποκλίνει από αυτό το πλαίσιο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
1 Οι χρεωστικοί τίτλοι είναι ανώνυμες ομολογίες, διαπραγματεύσιμες ομολογίες και παρεμφερή δικαιώματα που, εκ φύσεως, μπορούν να διαπραγματευτούν στην κεφαλαιαγορά, και ονομαστικές ομολογίες και υποσχετικοί τίτλοι, στον βαθμό που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τις προνομιακές καταθέσεις της κατηγορίας (6) ή τις εγγυημένες καταθέσεις που εξαιρούνται από την απομείωση και μετατροπή.
Ποιες συνέπειες μπορούν να έχουν τα μέτρα εξυγίανσης για εμένα ως πιστωτή;
Αν η αρχή εξυγίανσης επιβάλει ή εφαρμόσει μέτρα στο πλαίσιο αυτών των κανόνων, ο πιστωτής δεν μπορεί να καταγγείλει τα χρηματοοικονομικά μέσα ή τις απαιτήσεις ή να ασκήσει οποιοδήποτε άλλο συμβατικό δικαίωμά του αποκλειστικά και μόνο επί της βάσης αυτών των μέτρων. Αυτό ισχύει εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εκπληρώνει τις βασικές υποχρεώσεις του σύμφωνα με τους όρους των χρηματοοικονομικών μέσων και των απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων πληρωμής και απόδοσης.
Αν η αρχή εξυγίανσης εφαρμόσει τα περιγραφόμενα μέτρα, είναι πιθανό οι μέτοχοι και οι πιστωτές να χάσουν εξ ολοκλήρου το επενδυμένο κεφάλαιό τους. Κατά συνέπεια, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των χρηματοοικονομικών μέσων και των απαιτήσεων μπορεί να χάσουν το σύνολο της αγοραστικής αξίας που κατέβαλαν για την αγορά των χρηματοοικονομικών μέσων και απαιτήσεων, καθώς και όλα τα άλλα έξοδα που σχετίζονται με αυτήν την αγορά.
Η πιθανότητα και μόνο επιβολής μέτρων εξυγίανσης μπορεί να δυσχεράνει την πώληση ενός χρηματοοικονομικού μέσου ή μιας απαίτησης στη δευτερογενή αγορά. Αυτό σημαίνει ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα μπορούν να πουλήσουν τα χρηματοοικονομικά μέσα ή τις απαιτήσεις τους μόνο με σημαντική έκπτωση. Ακόμα και στην περίπτωση που το τραπεζικό ίδρυμα έκδοσης υπόκειται σε υποχρεώσεις επαναγοράς, η πώληση των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων μπορεί να γίνει με σημαντική έκπτωση.
Όταν ένα τραπεζικό ίδρυμα υπόκειται σε διαδικασίες εκκαθάρισης, οι μέτοχοι και οι πιστωτές δεν θα πρέπει να έχουν δυσμενέστερη μεταχείριση από αυτή που θα είχαν στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ωστόσο, αν τα μέτρα εξυγίανσης έχουν ως αποτέλεσμα οι μέτοχοι ή οι πιστωτές να βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονται στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν αποζημίωση από το ταμείο που θα δημιουργηθεί για τους σκοπούς εξυγίανσης (ταμείο αναδιάρθρωσης ή Ενιαίο Ταμείο Αναδιάρθρωσης, SRF). Σε περίπτωση υποβολής αξίωσης για αποζημίωση από το Ενιαίο Ταμείο Αναδιάρθρωσης, υπάρχει κίνδυνος οι τελικές πληρωμές να καταβληθούν πολύ αργότερα απ' ό,τι αν το τραπεζικό ίδρυμα είχε εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του ως όφειλε.
Σημείωση σύμφωνα με το Άρθρο 41(4) του Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565 της 25ης Απριλίου 2016
Ορισμένα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα και επενδυτικούς οίκους είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να πληρούν τις κανονιστικές απαιτήσεις περί κεφαλαίων με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ και την Οδηγία 2014/59/ΕΕ.
Σε αυτά περιλαμβάνονται, ειδικότερα, τα κεφάλαια κοινών μετοχών κατηγορίας 1, τα πρόσθετα κεφάλαια κατηγορίας 1 και τα συμπληρωματικά κεφαλαιακά μέσα των κατηγοριών (1) έως (3), τα εξαρτώμενα χρηματοοικονομικά μέσα και οι απαιτήσεις που περιγράφονται στην κατηγορία (4) και οι μη προνομιακοί χρεωστικοί τίτλοι που υπάγονται στην κατηγορία (5).
Κατά κανόνα, αυτά τα μέσα έχουν υψηλότερες αποδόσεις από τις τραπεζικές καταθέσεις αλλά και μεγαλύτερο κίνδυνο αθέτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης λόγω της χαμηλότερης κατάταξής τους και της, εν γένει, απουσίας εγγυήσεων καταθέσεων. Σε αντίθεση με τις τραπεζικές καταθέσεις, υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων σε μια δευτερογενή αγορά, αλλά είναι πιθανό να μη βρεθεί αγοραστής ή πωλητής στη δευτερογενή αγορά (κίνδυνος ρευστότητας) και η εμπορική τους αξία μπορεί να αλλάξει προς το χειρότερο για τον επενδυτή (κίνδυνος αλλαγής τιμής).
Για λεπτομέρειες σχετικά με τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, ανατρέξτε στην τεκμηρίωση του εκάστοτε χρηματοοικονομικού μέσου.
Πού μπορώ να βρω περισσότερες πληροφορίες;
Η BaFin έχει δημοσιεύσει πληροφορίες για την εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών, και την πιθανή συμμετοχή των πελατών στις απώλειες:














